To ντεμπούτο του Neil Cowley Trio, το Displaced του 2006, χαρακτηρίστηκε «jazz για τους fans των Radiohead». Το μήνυμα ήταν σαφές. Οι προοδευτικοί μαζί μας, οι άκαμπτοι «παραδοσιακοί» από μακριά και αγαπημένοι.
Έκτοτε, ο πιανίστας leader με το αεικίνητο εκλεκτικό μυαλό που έχει παίξει από κονσέρτα Shostakovich στην τρυφερή ηλικία των 10 ετών μέχρι keyboards για το μοσχοπουλημένο 21 της Adele, σήκωσε μαζί με την μπάντα του την σημαία της Βρετανικής αναγεννημένης jazz σκηνής. Καθώς έκαιγαν καρδιές στα νεανικά ευρωπαϊκά ακροατήρια που τους λάτρευαν για την άρνησή τους να χαθούν στα «πρέπει» της αρτηριοσκληρωτικής jazz, η φήμη τους εξαπλώθηκε όπως το γούστο τους. Παντού.

Με το πέμπτο τους άλμπουμ, Touch and Flee -βλέπε το πλέον φευγάτο εξώφυλλο της χρονιάς- οι Cowley, Rex Horan (κοντραμπάσο) και Evan Jenkins (ντραμς) πέρασαν σε μία άλλη μελωδική δυναμική. Αυτοί που το 2008 ηχογράφησαν το ξεκάθαρο Loud…Louder…Stop! και το 2012 έβαλαν στο παιχνίδι κιθάρες και έγχορδα στο The Face of Mount Molehill, πλέον δημιούργησαν έναν καινούργιο ήχο που μοιάζει «radio friendly». Και είναι. Αλλά με το δικό του έξοχο τρόπο.
Με τον ίδιο ακριβώς δηλαδή που ο Neil Cowley απαντάει όταν του κάνουν ερωτήσεις.

Στο Touch and Flee υπάρχει περισσότερος χώρος για μελωδία. Ήταν κάτι που το αποφασίσατε πριν μπείτε στο στούντιο ή σας βγήκε στην πορεία;
Βρισκόμασταν στη μέση της προετοιμασίας ενός καινούργιου άλμπουμ τον Ιούνιο του 2013 όταν έκανα ένα meeting για να συζητήσουμε κάποιες επιφυλάξεις που είχα με το υλικό. Αισθάνθηκα πως φτιάχναμε το ‘The Face of Mount Molehill part 2’ και πως το οφείλαμε στους εαυτούς μας να εξερευνήσουμε καινούργιες λεωφόρους μελωδίας και «χώρου», κάτι που είχαμε ξεκινήσει να αγγίζουμε στις πρόσφατες συναυλίες μας. Ο Rex ήταν ιδιαίτερα καλός στο να με ενθαρρύνει να αποτολμήσω σ’ αυτές τις νέες περιοχές. Κάτι περισσότερο ταιριαστό στο περιβάλλον των «concert halls» που παίζουμε όλο και περισσότερο. Όπως λέει ο David Byrne στο πρόσφατο βιβλίο του “How Music Works”, η ηχογραφημένη μουσική τείνει να επιτάσσεται από το συναυλιακό χώρο όπου τελικά θα παιχτεί.

Αισθανθήκατε πως μετά από πέντε άλμπουμ έπρεπε να κατακτήσετε καινούργιες περιοχές;
Πιστεύω πως είναι σημαντικό να προχωράς και να εξερευνάς. Φυσικά αυτό δεν θα πρέπει αποτελεί αυτοσκοπό. Είναι μία λεπτή ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί. Το κόστος όταν παραμένεις στάσιμος είναι πως μπορείς να συνδεθείς άρρηκτα με μία εποχή ή ένα μουσικό κίνημα. Και με αυτό το πλοίο ή πλέεις ή βουλιάζεις!

Αυτή η νέα προσέγγιση δεν σημαίνει πως δεν θα υπάρχουν καθόλου «ακροβατικά» στο πιάνο με το δεξί χέρι, σωστά;
Δεν είμαι σίγουρος πως έκανα ποτέ πολλά ακροβατικά με το δεξί χέρι. Τα δικά μας είναι περισσότερο μίας συνολικής, βασισμένης στο ρυθμό, ποικιλίας. Ωστόσο οτιδήποτε έντονο και παθιασμένο υπήρχε πριν στις συναυλίες μας σίγουρα θα παραμείνει. Δεν μπορούμε παρά να ενθουσιαζόμαστε επάνω στη σκηνή. Είμαστε σαν μεγάλα παιδιά.

NCT 06 credit Tom Barnes

Αισθάνεστε σαν ένα «non-jazz» συγκρότημα και θέλετε να το γνωρίζουν όλοι αυτό. Από την άλλη πλευρά ποιο είναι το ανεκτίμητο στοιχείο της jazz που δεν θα απαρνιόσασταν ποτέ;
Οι φύλακες της jazz παθιάζονται περισσότερο με την «μη τζαζοσύνη» μας αλλά δεν πειράζει. Εκείνοι που υποστηρίζουν πιστά το είδος είναι καλοδεχούμενοι στο δικό τους κόσμο που αποτελείται μόνο από κατηγοριοποίηση και πίνακες περιεχομένων. Όσο για το ανεκτίμητο jazz στοιχείο αυτό θα έπρεπε να είναι η ακουστική της παράδοση. Με άλλα λόγια, η εξάσκηση της μεταφοράς μουσικών ιδεών μέσω του αυτιού και όχι με το μολύβι και το χειρόγραφο.
Εξερευνήσαμε αυτή την ιδέα με κλασικούς μουσικούς πριν από 18 μήνες με ένα πείραμα που είχε τον τίτλο “Big Strings”. 24 μουσικοί εγχόρδων που είχαν συνηθίσει να διαβάζουν μόνο παρτιτούρες, έμαθαν το υλικό μας μόνο ακούγοντάς το. Το έπαιξαν μαζί μας στο Barbican, όλοι όρθιοι και κοιτάζοντας το κοινό. Χωρίς ούτε ένα αναλόγιο. Οτιδήποτε βοηθάει στην εξέλιξη της ακουστικής μέσα στο πεδίο της μουσικής πρέπει να είναι κάτι καλό!

Είναι πιο cool να είσαι στην περιφέρεια της jazz;
Θα έλεγα πως ναι. Το να είσαι «cool» όμως μπορεί να έρθει και να φύγει γρήγορα, έτσι η μουσική πρέπει να είναι ο οδηγός σε ότι και να κάνεις. Εμείς απλώς φροντίζουμε ως δουλειά μας να είμαστε απλά ένα συγκρότημα. Νομίζω πως τα καταφέρνουμε με έναν έντιμο ψευτο-«geeky» τρόπο. Από την στιγμή που ο Miles Davis «έραψε» στον κόσμο της jazz το «cool» στοιχείο, θα ήταν χαζό να το ανταγωνιστούμε!

Που πιστεύεις πως ταιριάζετε στην jazz σκηνή;
Πιστεύω πως αυτό αλλάζει ριζικά όλη την ώρα και αυτό εξαρτάται από την θέση σου. Εάν δεν έχεις φλερτάρει ποτέ με την jazz, τότε πιθανόν να βλέπεις εμάς με το πιάνο, το κοντραμπάσο και τα ντραμς και να σκέφτεσαι πως είμαστε σίγουρα κομμάτι της jazz σκηνής. Ωστόσο εάν ξέρεις την jazz σκηνή εκ των έσω, τότε ίσως και να σκέφτεσαι πως είμαστε μία αποστροφή, αυτοί που υποτιμούμε αυτό που προσπαθείς να διατηρήσεις. Ωστόσο, πιστεύω πως η ιδέα μίας εδραιωμένης jazz σκηνή είναι ένας μύθος. Δεν θυμάμαι να την συνάντησα ποτέ. Παίζουμε φεστιβάλ. Στα Ευρωπαϊκά μας καλοσωρίζουν με ανοιχτές αγκάλες. Έτσι αυτό μας καθιστά jazz όσο αφορά το «placement». Πάντα πιστεύαμε πως ανήκουμε εκεί, χωρίς αμφισβήτηση.

Υπάρχει μία καινούργια Βρετανική κατεύθυνση στην jazz ή είναι μόνο ευσεβής πόθος;
Υπάρχει σίγουρα κάτι καινούργιο και ενδιαφέρον, που αναγνωρίζεται διεθνώς ως η «Βρετανική Jazz Σκηνή». Υπάρχουν πολλές νέες μπάντες τώρα. Οι περισσότερες μοιάζουν να προέρχονται από τις μουσικές ακαδημίες και τα κολέγια που πλέον κάνουν ολοκληρωμένα jazz μαθήματα. Στα 16 μου έφυγα τρέχοντας από την Royal Academy of Music προτιμώντας τα live στις pub, οπότε σχεδόν τους φοβάμαι αυτούς τους τύπους! Αλλά αυτά είναι «σημάδια» από παλιές διαμάχες…

Πιστεύεις πως οι Ευρωπαϊκές jazz μπάντες είναι περισσότερο «ανοιχτόμυαλες» και λιγότερο παραδοσιακές;
Νομίζω πως έχω δίκιο εάν πω πως για ένα μεγάλο διάστημα τα Ευρωπαϊκά Jazz Φεστιβάλ έχουν ξεπεράσει εκείνα της Αμερικής όσο αφορά το ενδιαφέρον, την προσέλευση του κόσμου, τα οικονομικά κλπ. Η Ευρώπη έχει πάρει την jazz μακριά από τις ρίζες της και της έχει δώσει μία καινούργια γυαλάδα. Η πραγματικά παραδοσιακή jazz δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, υπό την έννοια πως αυτοί που την παίζουν δεν είναι οι δημιουργοί της.

Έτσι η jazz έχει πάρει ένα εντελώς καινούργιο πρόσωπο με αυτό τo νέo Ευρωπαϊκό επίκεντρο. Δεν είναι αυτή που είναι, ούτε θα έπρεπε να είναι. Έχει ολοκαίνουργιους «επιδέσμους» από καινούργιες επιρροές. Γι’ αυτό και πιστεύω πως η εμμονή με το είδος είναι μία ακυρολογία. Το να συνδέεις αυτή τη νέα μουσική με την βαρύτητα και την πολιτιστική σημασία της jazz υπό την αυθεντική της μορφή, είναι γελοίο.
Ίσως η μοναδική προειδοποίηση γι’ αυτό το νέο τρόπο παιξίματος είναι πως δεν θα πρέπει να καταλήξει «μουσική για τη μουσική». Είναι αυτή η προσέγγιση που μπορεί να αποξενώσει το κοινό.

Πόσο δυνατή είναι η σχέση σου με το Play It Again του John Barry;
Τεράστια! Είναι ένα άλμπουμ που είχα σε κασέτα όταν ήμουν παιδί. Η εμμονή της οικογένειάς μου με τον John Barry και η διαφορά που έκανε σε κάθε ταινία που συνέθετε τη μουσική, ήταν τεράστια. Ο θείος μου συνήθιζε να βάζει τα άλμπουμ του πολύ δυνατά στα ακουστικά όταν πήγαινα σπίτι του. Αυτό το συγκεκριμένο άλμπουμ παραμένει ένα μυστήριο για μένα υπό την έννοια πως δεν είμαι σίγουρος για το λόγο της δημιουργίας του. Οι συνθέσεις είναι studio remakes από ορισμένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά του hits, παιγμένες με ένα μικρότερο σύνολο. Όχι πως έχω κανένα παράπονο. Λατρεύω κάθε νότα. Κλαίω ακόμα όταν ακούω το ‘Walkabout’. Το αγαπημένο κομμάτι της συγχωρεμένης της μητέρας μου.

NCT 05 Credit Tom Barnes

Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν σου, το διάστημα που πέρασες με τους Zero 7 πως βοήθησε το μουσικό σου γούστο;
Είναι αστείο. Κοίταζα πριν λίγες μέρες παλιά video από εμφανίσεις μου με αυτούς πίσω στο 2001. Σίγουρα επηρέαζαν τη μουσική της προηγούμενης μπάντας μου, τους Fragile State.
Εκτός από το να είναι υπέροχοι τύποι (o Henry και ο Sam) μου έδειξαν την αξία που έχει μία καλή παραγωγή και επίσης το πως να δίνω περισσότερη «ζωή» στα μουσικά όργανα με τα οποία ήμουν ήδη ερωτευμένος… Fender Rhodes, Wurlitzer, Hammond κλπ. Επίσης το να έχεις 5 τραγουδιστές σ’ ένα συγκρότημα συνδυάζεται με τόσες δραματικές στιγμές, κάτι που μου έδειξε την αξία που έχει ένα instrumental line up!

Και τώρα ας μιλήσουμε γι’ αυτό το εξώφυλλο. Πώς έγινε; Γιατί;
Η ιδέα του Touch and Flee γεννήθηκε από ένα άρθρο που διάβασα σχετικά με το πως οι χώρες στην Άπω Ανατολή έχουν πλέον ένα απίστευτα υψηλό ποσοστό ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την σωματική επαφή με απέχθεια. Κάτι που προέκυψε μετά από πολλά χρόνια high tech και virtual επικοινωνίας. Ξεπηδάνε παντού μαθήματα, με πρώην «πεταλούδες» της νύχτας στο ρόλο του δασκάλου, όπου μαθαίνουν στον κόσμο πως να αγγίζονται. Ήταν μία εικόνα που μου έμεινε στο μυαλό.
Επίσης το Touch and Flee είναι κυριολεκτικά η μετάφραση του “Τοκάτα και Φούγκα”. Ο Rex μου είπε στην αρχή της ηχογράφησης πως είχε την αίσθηση πως υπήρχε κάτι ιδιαίτερα “Toc and Fugue” στις συνθέσεις. Και έτσι αποφασίστηκε ο τίτλος του άλμπουμ. Όταν ήρθε η ώρα για την φωτογράφηση της μπάντας, υπήρχε ένα ψεύτικο χέρι στη γωνία του δωματίου.
Ήθελα έτσι κι αλλιώς να βάλω το μούσι του Rex στο εξώφυλλο του άλμπουμ, έτσι ακούμπησα το χέρι στο μούσι του και είπα στον φωτογράφο… «Τράβα αυτή τη φωτογραφία! Είναι όλο το Touch and Flee σε μία εικόνα!» Σουρεαλιστικό. Αλλά μου αρέσει.

Ποιο είναι το άλμπουμ που γυρνάς πάντα σ’ αυτό και δεν σε απογοητεύει ποτέ;
Το Steve McQueen των Prefab Sprout.